Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηρίον
κηριόομαι
κηριοποιός
κηρῖτις
κηριτρεφής
κηριώδης
κηρίωμα
κηρίων
κηρογονία
κηρογραφέω
κηρογραφία
κηροδέτης
κηρόδετος
κηροδομέω
κηροειδής
κηρόθεν
κηρόθι
κηρόκλυστος
κηρομάρμαρος
κηρόμελι
κηρόν
View word page
κηρογραφία
painting with wax

ShortDef

painting with wax

Debugging

Headword:
κηρογραφία
Headword (normalized):
κηρογραφία
Headword (normalized/stripped):
κηρογραφια
IDX:
48303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48304
Key:

Data

{'content': 'painting with wax'}