Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηρίολος
κηρίον
κηριόομαι
κηριοποιός
κηρῖτις
κηριτρεφής
κηριώδης
κηρίωμα
κηρίων
κηρογονία
κηρογραφέω
κηρογραφία
κηροδέτης
κηρόδετος
κηροδομέω
κηροειδής
κηρόθεν
κηρόθι
κηρόκλυστος
κηρομάρμαρος
κηρόμελι
View word page
κηρογραφέω
paint with wax

ShortDef

paint with wax

Debugging

Headword:
κηρογραφέω
Headword (normalized):
κηρογραφέω
Headword (normalized/stripped):
κηρογραφεω
IDX:
48302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48303
Key:

Data

{'content': 'paint with wax'}