Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηριοελκός
κηριοκλέπτης
κηριολάριον
κηρίολος
κηρίον
κηριόομαι
κηριοποιός
κηρῖτις
κηριτρεφής
κηριώδης
κηρίωμα
κηρίων
κηρογονία
κηρογραφέω
κηρογραφία
κηροδέτης
κηρόδετος
κηροδομέω
κηροειδής
κηρόθεν
κηρόθι
View word page
κηρίωμα
rheum in the eyes

ShortDef

rheum in the eyes

Debugging

Headword:
κηρίωμα
Headword (normalized):
κηρίωμα
Headword (normalized/stripped):
κηριωμα
IDX:
48299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48300
Key:

Data

{'content': 'rheum in the eyes'}