Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμυγδάλη
ἀμυγδάλινος
ἀμυγδάλιος
ἀμυγδαλοειδής
ἀμυγδαλόεις
ἀμυγδαλοκατάκτης
ἀμύγδαλον
ἀμύγδαλος
ἀμυγδαλώδης
ἄμυγμα
ἀμυδίς
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμυδρότης
ἀμυδρόω
ἀμύδρωσις
Ἀμυδών
ἀμύελος
ἀμυησία
ἀμύητος
Ἀμυθαονίδας
View word page
ἀμυδίς
at once

ShortDef

at once

Debugging

Headword:
ἀμυδίς
Headword (normalized):
ἀμυδίς
Headword (normalized/stripped):
αμυδις
IDX:
4829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4830
Key:

Data

{'content': 'at once'}