Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κήρινθος
κήρινος
κηριοελκός
κηριοκλέπτης
κηριολάριον
κηρίολος
κηρίον
κηριόομαι
κηριοποιός
κηρῖτις
κηριτρεφής
κηριώδης
κηρίωμα
κηρίων
κηρογονία
κηρογραφέω
κηρογραφία
κηροδέτης
κηρόδετος
κηροδομέω
κηροειδής
View word page
κηριτρεφής
born to misery

ShortDef

born to misery

Debugging

Headword:
κηριτρεφής
Headword (normalized):
κηριτρεφής
Headword (normalized/stripped):
κηριτρεφης
IDX:
48297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48298
Key:

Data

{'content': 'born to misery'}