Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηρίζω
κηρίνη
κήρινθος
Κήρινθος
κήρινος
κηριοελκός
κηριοκλέπτης
κηριολάριον
κηρίολος
κηρίον
κηριόομαι
κηριοποιός
κηρῖτις
κηριτρεφής
κηριώδης
κηρίωμα
κηρίων
κηρογονία
κηρογραφέω
κηρογραφία
κηροδέτης
View word page
κηριόομαι
to be panic-stricken

ShortDef

to be panic-stricken

Debugging

Headword:
κηριόομαι
Headword (normalized):
κηριόομαι
Headword (normalized/stripped):
κηριοομαι
IDX:
48294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48295
Key:

Data

{'content': 'to be panic-stricken'}