Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηρίδιον
κηρίζω
κηρίνη
κήρινθος
Κήρινθος
κήρινος
κηριοελκός
κηριοκλέπτης
κηριολάριον
κηρίολος
κηρίον
κηριόομαι
κηριοποιός
κηρῖτις
κηριτρεφής
κηριώδης
κηρίωμα
κηρίων
κηρογονία
κηρογραφέω
κηρογραφία
View word page
κηρίον
a honeycomb

ShortDef

a honeycomb

Debugging

Headword:
κηρίον
Headword (normalized):
κηρίον
Headword (normalized/stripped):
κηριον
IDX:
48293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48294
Key:

Data

{'content': 'a honeycomb'}