Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηριάπτης
κηρίδιον
κηρίζω
κηρίνη
κήρινθος
Κήρινθος
κήρινος
κηριοελκός
κηριοκλέπτης
κηριολάριον
κηρίολος
κηρίον
κηριόομαι
κηριοποιός
κηρῖτις
κηριτρεφής
κηριώδης
κηρίωμα
κηρίων
κηρογονία
κηρογραφέω
View word page
κηρίολος
wax taper

ShortDef

wax taper

Debugging

Headword:
κηρίολος
Headword (normalized):
κηρίολος
Headword (normalized/stripped):
κηριολος
IDX:
48292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48293
Key:

Data

{'content': 'wax taper'}