Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηριάζω
κηριάπτης
κηρίδιον
κηρίζω
κηρίνη
κήρινθος
Κήρινθος
κήρινος
κηριοελκός
κηριοκλέπτης
κηριολάριον
κηρίολος
κηρίον
κηριόομαι
κηριοποιός
κηρῖτις
κηριτρεφής
κηριώδης
κηρίωμα
κηρίων
κηρογονία
View word page
κηριολάριον
cerilarium

ShortDef

cerilarium

Debugging

Headword:
κηριολάριον
Headword (normalized):
κηριολάριον
Headword (normalized/stripped):
κηριολαριον
IDX:
48291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48292
Key:

Data

{'content': 'cerilarium'}