Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηρέσιος
κηρεσσιφόρητος
κηριάζω
κηριάπτης
κηρίδιον
κηρίζω
κηρίνη
κήρινθος
Κήρινθος
κήρινος
κηριοελκός
κηριοκλέπτης
κηριολάριον
κηρίολος
κηρίον
κηριόομαι
κηριοποιός
κηρῖτις
κηριτρεφής
κηριώδης
κηρίωμα
View word page
κηριοελκός
one who makes wax lights

ShortDef

one who makes wax lights

Debugging

Headword:
κηριοελκός
Headword (normalized):
κηριοελκός
Headword (normalized/stripped):
κηριοελκος
IDX:
48289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48290
Key:

Data

{'content': 'one who makes wax lights'}