Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμυγδαλέα
ἀμυγδάλη
ἀμυγδάλινος
ἀμυγδάλιος
ἀμυγδαλοειδής
ἀμυγδαλόεις
ἀμυγδαλοκατάκτης
ἀμύγδαλον
ἀμύγδαλος
ἀμυγδαλώδης
ἄμυγμα
ἀμυδίς
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμυδρότης
ἀμυδρόω
ἀμύδρωσις
Ἀμυδών
ἀμύελος
ἀμυησία
ἀμύητος
View word page
ἄμυγμα
a scratching, tearing

ShortDef

a scratching, tearing

Debugging

Headword:
ἄμυγμα
Headword (normalized):
ἄμυγμα
Headword (normalized/stripped):
αμυγμα
IDX:
4828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4829
Key:

Data

{'content': 'a scratching, tearing'}