Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηρεμβροχή
κηρέσιος
κηρεσσιφόρητος
κηριάζω
κηριάπτης
κηρίδιον
κηρίζω
κηρίνη
κήρινθος
Κήρινθος
κήρινος
κηριοελκός
κηριοκλέπτης
κηριολάριον
κηρίολος
κηρίον
κηριόομαι
κηριοποιός
κηρῖτις
κηριτρεφής
κηριώδης
View word page
κήρινος
of wax, waxen
ShortDef
of wax, waxen
Debugging
Headword:
κήρινος
Headword (normalized):
κήρινος
Headword (normalized/stripped):
κηρινος
IDX:
48288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48289
Key:
Data
{'content': 'of wax, waxen'}