Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηραμύντης
κηραφίς
κηραχάτης
κηρέλαιον
κηρεμβροχή
κηρέσιος
κηρεσσιφόρητος
κηριάζω
κηριάπτης
κηρίδιον
κηρίζω
κηρίνη
κήρινθος
Κήρινθος
κήρινος
κηριοελκός
κηριοκλέπτης
κηριολάριον
κηρίολος
κηρίον
κηριόομαι
View word page
κηρίζω
have a waxy appearance

ShortDef

have a waxy appearance

Debugging

Headword:
κηρίζω
Headword (normalized):
κηρίζω
Headword (normalized/stripped):
κηριζω
IDX:
48284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48285
Key:

Data

{'content': 'have a waxy appearance'}