Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηραίνω2
κηραμύντης
κηραφίς
κηραχάτης
κηρέλαιον
κηρεμβροχή
κηρέσιος
κηρεσσιφόρητος
κηριάζω
κηριάπτης
κηρίδιον
κηρίζω
κηρίνη
κήρινθος
Κήρινθος
κήρινος
κηριοελκός
κηριοκλέπτης
κηριολάριον
κηρίολος
κηρίον
View word page
κηρίδιον
honeycomb
ShortDef
honeycomb
Debugging
Headword:
κηρίδιον
Headword (normalized):
κηρίδιον
Headword (normalized/stripped):
κηριδιον
IDX:
48283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48284
Key:
Data
{'content': 'honeycomb'}