Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηραίνω
κηραίνω2
κηραμύντης
κηραφίς
κηραχάτης
κηρέλαιον
κηρεμβροχή
κηρέσιος
κηρεσσιφόρητος
κηριάζω
κηριάπτης
κηρίδιον
κηρίζω
κηρίνη
κήρινθος
Κήρινθος
κήρινος
κηριοελκός
κηριοκλέπτης
κηριολάριον
κηρίολος
View word page
κηριάπτης
ceriforus, ceriolum

ShortDef

ceriforus, ceriolum

Debugging

Headword:
κηριάπτης
Headword (normalized):
κηριάπτης
Headword (normalized/stripped):
κηριαπτης
IDX:
48282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48283
Key:

Data

{'content': 'ceriforus, ceriolum'}