Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κήρα
κηραίνω
κηραίνω2
κηραμύντης
κηραφίς
κηραχάτης
κηρέλαιον
κηρεμβροχή
κηρέσιος
κηρεσσιφόρητος
κηριάζω
κηριάπτης
κηρίδιον
κηρίζω
κηρίνη
κήρινθος
Κήρινθος
κήρινος
κηριοελκός
κηριοκλέπτης
κηριολάριον
View word page
κηριάζω
spawn

ShortDef

spawn

Debugging

Headword:
κηριάζω
Headword (normalized):
κηριάζω
Headword (normalized/stripped):
κηριαζω
IDX:
48281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48282
Key:

Data

{'content': 'spawn'}