Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κήρ
κῆρ
κήρα
κηραίνω
κηραίνω2
κηραμύντης
κηραφίς
κηραχάτης
κηρέλαιον
κηρεμβροχή
κηρέσιος
κηρεσσιφόρητος
κηριάζω
κηριάπτης
κηρίδιον
κηρίζω
κηρίνη
κήρινθος
Κήρινθος
κήρινος
κηριοελκός
View word page
κηρέσιος
deadly, pernicious

ShortDef

deadly, pernicious

Debugging

Headword:
κηρέσιος
Headword (normalized):
κηρέσιος
Headword (normalized/stripped):
κηρεσιος
IDX:
48279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48280
Key:

Data

{'content': 'deadly, pernicious'}