Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμύαλος
ἀμυγδαλέα
ἀμυγδάλη
ἀμυγδάλινος
ἀμυγδάλιος
ἀμυγδαλοειδής
ἀμυγδαλόεις
ἀμυγδαλοκατάκτης
ἀμύγδαλον
ἀμύγδαλος
ἀμυγδαλώδης
ἄμυγμα
ἀμυδίς
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμυδρότης
ἀμυδρόω
ἀμύδρωσις
Ἀμυδών
ἀμύελος
ἀμυησία
View word page
ἀμυγδαλώδης
like an almond

ShortDef

like an almond

Debugging

Headword:
ἀμυγδαλώδης
Headword (normalized):
ἀμυγδαλώδης
Headword (normalized/stripped):
αμυγδαλωδης
IDX:
4827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4828
Key:

Data

{'content': 'like an almond'}