Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηπουρός
κήρ
Κήρ
κῆρ
κήρα
κηραίνω
κηραίνω2
κηραμύντης
κηραφίς
κηραχάτης
κηρέλαιον
κηρεμβροχή
κηρέσιος
κηρεσσιφόρητος
κηριάζω
κηριάπτης
κηρίδιον
κηρίζω
κηρίνη
κήρινθος
Κήρινθος
View word page
κηρέλαιον
wax-oil

ShortDef

wax-oil

Debugging

Headword:
κηρέλαιον
Headword (normalized):
κηρέλαιον
Headword (normalized/stripped):
κηρελαιον
IDX:
48277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48278
Key:

Data

{'content': 'wax-oil'}