Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηπουρικός
κηπουρός
κήρ
Κήρ
κῆρ
κήρα
κηραίνω
κηραίνω2
κηραμύντης
κηραφίς
κηραχάτης
κηρέλαιον
κηρεμβροχή
κηρέσιος
κηρεσσιφόρητος
κηριάζω
κηριάπτης
κηρίδιον
κηρίζω
κηρίνη
κήρινθος
View word page
κηραχάτης
wax-agate
ShortDef
wax-agate
Debugging
Headword:
κηραχάτης
Headword (normalized):
κηραχάτης
Headword (normalized/stripped):
κηραχατης
IDX:
48276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48277
Key:
Data
{'content': 'wax-agate'}