Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηπουριακός
κηπουρικός
κηπουρός
κήρ
Κήρ
κῆρ
κήρα
κηραίνω
κηραίνω2
κηραμύντης
κηραφίς
κηραχάτης
κηρέλαιον
κηρεμβροχή
κηρέσιος
κηρεσσιφόρητος
κηριάζω
κηριάπτης
κηρίδιον
κηρίζω
κηρίνη
View word page
κηραφίς
locust

ShortDef

locust

Debugging

Headword:
κηραφίς
Headword (normalized):
κηραφίς
Headword (normalized/stripped):
κηραφις
IDX:
48275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48276
Key:

Data

{'content': 'locust'}