Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηπουρέω
κηπουριακός
κηπουρικός
κηπουρός
κήρ
Κήρ
κῆρ
κήρα
κηραίνω
κηραίνω2
κηραμύντης
κηραφίς
κηραχάτης
κηρέλαιον
κηρεμβροχή
κηρέσιος
κηρεσσιφόρητος
κηριάζω
κηριάπτης
κηρίδιον
κηρίζω
View word page
κηραμύντης
averter of evil
ShortDef
averter of evil
Debugging
Headword:
κηραμύντης
Headword (normalized):
κηραμύντης
Headword (normalized/stripped):
κηραμυντης
IDX:
48274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48275
Key:
Data
{'content': 'averter of evil'}