Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηπουργικός
κηπουρέω
κηπουριακός
κηπουρικός
κηπουρός
κήρ
Κήρ
κῆρ
κήρα
κηραίνω
κηραίνω2
κηραμύντης
κηραφίς
κηραχάτης
κηρέλαιον
κηρεμβροχή
κηρέσιος
κηρεσσιφόρητος
κηριάζω
κηριάπτης
κηρίδιον
View word page
κηραίνω2
to be sick at heart, to be disquieted, anxious

ShortDef

harm, destroy
to be sick at heart, to be disquieted, anxious

Debugging

Headword:
κηραίνω2
Headword (normalized):
κηραίνω
Headword (normalized/stripped):
κηραινω2
IDX:
48273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48274
Key:

Data

{'content': 'to be sick at heart, to be disquieted, anxious'}