Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηπουργία
κηπουργικός
κηπουρέω
κηπουριακός
κηπουρικός
κηπουρός
κήρ
Κήρ
κῆρ
κήρα
κηραίνω
κηραίνω2
κηραμύντης
κηραφίς
κηραχάτης
κηρέλαιον
κηρεμβροχή
κηρέσιος
κηρεσσιφόρητος
κηριάζω
κηριάπτης
View word page
κηραίνω
harm, destroy

ShortDef

harm, destroy
to be sick at heart, to be disquieted, anxious

Debugging

Headword:
κηραίνω
Headword (normalized):
κηραίνω
Headword (normalized/stripped):
κηραινω
IDX:
48272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48273
Key:

Data

{'content': 'harm, destroy'}