Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κῆπος
κηποτάφιον
κηποτύραννος
κηπουργία
κηπουργικός
κηπουρέω
κηπουριακός
κηπουρικός
κηπουρός
κήρ
Κήρ
κῆρ
κήρα
κηραίνω
κηραίνω2
κηραμύντης
κηραφίς
κηραχάτης
κηρέλαιον
κηρεμβροχή
κηρέσιος
View word page
Κήρ
the goddess of death, death
ShortDef
doom, death, fate (LSJ Κήρ)
the goddess of death, death
Debugging
Headword:
Κήρ
Headword (normalized):
κήρ
Headword (normalized/stripped):
κηρ
IDX:
48269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48270
Key:
Data
{'content': 'the goddess of death, death'}