Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄμπωτις
ἀμύαλος
ἀμυγδαλέα
ἀμυγδάλη
ἀμυγδάλινος
ἀμυγδάλιος
ἀμυγδαλοειδής
ἀμυγδαλόεις
ἀμυγδαλοκατάκτης
ἀμύγδαλον
ἀμύγδαλος
ἀμυγδαλώδης
ἄμυγμα
ἀμυδίς
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμυδρότης
ἀμυδρόω
ἀμύδρωσις
Ἀμυδών
ἀμύελος
View word page
ἀμύγδαλος
an almond-tree
ShortDef
an almond-tree
Debugging
Headword:
ἀμύγδαλος
Headword (normalized):
ἀμύγδαλος
Headword (normalized/stripped):
αμυγδαλος
IDX:
4826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4827
Key:
Data
{'content': 'an almond-tree'}