Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηπολόγος
κηποπαράδεισος
κηποποιΐα
κῆπος
κηποτάφιον
κηποτύραννος
κηπουργία
κηπουργικός
κηπουρέω
κηπουριακός
κηπουρικός
κηπουρός
κήρ
Κήρ
κῆρ
κήρα
κηραίνω
κηραίνω2
κηραμύντης
κηραφίς
κηραχάτης
View word page
κηπουρικός
of or for gardening, skilled in gardening

ShortDef

of or for gardening, skilled in gardening

Debugging

Headword:
κηπουρικός
Headword (normalized):
κηπουρικός
Headword (normalized/stripped):
κηπουρικος
IDX:
48266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48267
Key:

Data

{'content': 'of or for gardening, skilled in gardening'}