Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηποκόμος
κηπολαχανία
κηπολόγος
κηποπαράδεισος
κηποποιΐα
κῆπος
κηποτάφιον
κηποτύραννος
κηπουργία
κηπουργικός
κηπουρέω
κηπουριακός
κηπουρικός
κηπουρός
κήρ
Κήρ
κῆρ
κήρα
κηραίνω
κηραίνω2
κηραμύντης
View word page
κηπουρέω
practise gardening

ShortDef

practise gardening

Debugging

Headword:
κηπουρέω
Headword (normalized):
κηπουρέω
Headword (normalized/stripped):
κηπουρεω
IDX:
48264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48265
Key:

Data

{'content': 'practise gardening'}