Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηποκόμας
κηποκόμος
κηπολαχανία
κηπολόγος
κηποπαράδεισος
κηποποιΐα
κῆπος
κηποτάφιον
κηποτύραννος
κηπουργία
κηπουργικός
κηπουρέω
κηπουριακός
κηπουρικός
κηπουρός
κήρ
Κήρ
κῆρ
κήρα
κηραίνω
κηραίνω2
View word page
κηπουργικός
skilled in gardening

ShortDef

skilled in gardening

Debugging

Headword:
κηπουργικός
Headword (normalized):
κηπουργικός
Headword (normalized/stripped):
κηπουργικος
IDX:
48263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48264
Key:

Data

{'content': 'skilled in gardening'}