Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηπεύω
κηπίδες
κηπίον
κηποκόμας
κηποκόμος
κηπολαχανία
κηπολόγος
κηποπαράδεισος
κηποποιΐα
κῆπος
κηποτάφιον
κηποτύραννος
κηπουργία
κηπουργικός
κηπουρέω
κηπουριακός
κηπουρικός
κηπουρός
κήρ
Κήρ
κῆρ
View word page
κηποτάφιον
tomb in a garden

ShortDef

tomb in a garden

Debugging

Headword:
κηποτάφιον
Headword (normalized):
κηποτάφιον
Headword (normalized/stripped):
κηποταφιον
IDX:
48260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48261
Key:

Data

{'content': 'tomb in a garden'}