Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηπευτός
κηπεύω
κηπίδες
κηπίον
κηποκόμας
κηποκόμος
κηπολαχανία
κηπολόγος
κηποπαράδεισος
κηποποιΐα
κῆπος
κηποτάφιον
κηποτύραννος
κηπουργία
κηπουργικός
κηπουρέω
κηπουριακός
κηπουρικός
κηπουρός
κήρ
Κήρ
View word page
κῆπος
a garden, orchard, plantation

ShortDef

a garden, orchard, plantation

Debugging

Headword:
κῆπος
Headword (normalized):
κῆπος
Headword (normalized/stripped):
κηπος
IDX:
48259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48260
Key:

Data

{'content': 'a garden, orchard, plantation'}