Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμπωτίζω
ἄμπωτις
ἀμύαλος
ἀμυγδαλέα
ἀμυγδάλη
ἀμυγδάλινος
ἀμυγδάλιος
ἀμυγδαλοειδής
ἀμυγδαλόεις
ἀμυγδαλοκατάκτης
ἀμύγδαλον
ἀμύγδαλος
ἀμυγδαλώδης
ἄμυγμα
ἀμυδίς
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμυδρότης
ἀμυδρόω
ἀμύδρωσις
Ἀμυδών
View word page
ἀμύγδαλον
almond
ShortDef
almond
Debugging
Headword:
ἀμύγδαλον
Headword (normalized):
ἀμύγδαλον
Headword (normalized/stripped):
αμυγδαλον
IDX:
4825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4826
Key:
Data
{'content': 'almond'}