Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηπεύς
κηπευτός
κηπεύω
κηπίδες
κηπίον
κηποκόμας
κηποκόμος
κηπολαχανία
κηπολόγος
κηποπαράδεισος
κηποποιΐα
κῆπος
κηποτάφιον
κηποτύραννος
κηπουργία
κηπουργικός
κηπουρέω
κηπουριακός
κηπουρικός
κηπουρός
κήρ
View word page
κηποποιΐα
making of a garden

ShortDef

making of a garden

Debugging

Headword:
κηποποιΐα
Headword (normalized):
κηποποιΐα
Headword (normalized/stripped):
κηποποιια
IDX:
48258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48259
Key:

Data

{'content': 'making of a garden'}