Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηπεία
κήπευμα
κηπεύς
κηπευτός
κηπεύω
κηπίδες
κηπίον
κηποκόμας
κηποκόμος
κηπολαχανία
κηπολόγος
κηποπαράδεισος
κηποποιΐα
κῆπος
κηποτάφιον
κηποτύραννος
κηπουργία
κηπουργικός
κηπουρέω
κηπουριακός
κηπουρικός
View word page
κηπολόγος
teaching in a garden

ShortDef

teaching in a garden

Debugging

Headword:
κηπολόγος
Headword (normalized):
κηπολόγος
Headword (normalized/stripped):
κηπολογος
IDX:
48256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48257
Key:

Data

{'content': 'teaching in a garden'}