Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κήξ
κηπαῖος
κηπεία
κήπευμα
κηπεύς
κηπευτός
κηπεύω
κηπίδες
κηπίον
κηποκόμας
κηποκόμος
κηπολαχανία
κηπολόγος
κηποπαράδεισος
κηποποιΐα
κῆπος
κηποτάφιον
κηποτύραννος
κηπουργία
κηπουργικός
κηπουρέω
View word page
κηποκόμος
gardener

ShortDef

gardener

Debugging

Headword:
κηποκόμος
Headword (normalized):
κηποκόμος
Headword (normalized/stripped):
κηποκομος
IDX:
48254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48255
Key:

Data

{'content': 'gardener'}