Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηνσίτωρ
κῆνσος
κήξ
κηπαῖος
κηπεία
κήπευμα
κηπεύς
κηπευτός
κηπεύω
κηπίδες
κηπίον
κηποκόμας
κηποκόμος
κηπολαχανία
κηπολόγος
κηποπαράδεισος
κηποποιΐα
κῆπος
κηποτάφιον
κηποτύραννος
κηπουργία
View word page
κηπίον
a parterre

ShortDef

a parterre

Debugging

Headword:
κηπίον
Headword (normalized):
κηπίον
Headword (normalized/stripped):
κηπιον
IDX:
48252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48253
Key:

Data

{'content': 'a parterre'}