Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κῆνος
κηνσίτωρ
κῆνσος
κήξ
κηπαῖος
κηπεία
κήπευμα
κηπεύς
κηπευτός
κηπεύω
κηπίδες
κηπίον
κηποκόμας
κηποκόμος
κηπολαχανία
κηπολόγος
κηποπαράδεισος
κηποποιΐα
κῆπος
κηποτάφιον
κηποτύραννος
View word page
κηπίδες
garden
ShortDef
garden
Debugging
Headword:
κηπίδες
Headword (normalized):
κηπίδες
Headword (normalized/stripped):
κηπιδες
IDX:
48251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48252
Key:
Data
{'content': 'garden'}