Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κήμωσις
Κήναιον
κῆνος
κηνσίτωρ
κῆνσος
κήξ
κηπαῖος
κηπεία
κήπευμα
κηπεύς
κηπευτός
κηπεύω
κηπίδες
κηπίον
κηποκόμας
κηποκόμος
κηπολαχανία
κηπολόγος
κηποπαράδεισος
κηποποιΐα
κῆπος
View word page
κηπευτός
cultivated, grown in a garden
ShortDef
cultivated, grown in a garden
Debugging
Headword:
κηπευτός
Headword (normalized):
κηπευτός
Headword (normalized/stripped):
κηπευτος
IDX:
48249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48250
Key:
Data
{'content': 'cultivated, grown in a garden'}