Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηλωστά
κημός
κημόω
κήμωσις
Κήναιον
κῆνος
κηνσίτωρ
κῆνσος
κήξ
κηπαῖος
κηπεία
κήπευμα
κηπεύς
κηπευτός
κηπεύω
κηπίδες
κηπίον
κηποκόμας
κηποκόμος
κηπολαχανία
κηπολόγος
View word page
κηπεία
garden
ShortDef
garden
Debugging
Headword:
κηπεία
Headword (normalized):
κηπεία
Headword (normalized/stripped):
κηπεια
IDX:
48246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48247
Key:
Data
{'content': 'garden'}