Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηλώνειον
κηλωνεύω
κηλωστά
κημός
κημόω
κήμωσις
Κήναιον
κῆνος
κηνσίτωρ
κῆνσος
κήξ
κηπαῖος
κηπεία
κήπευμα
κηπεύς
κηπευτός
κηπεύω
κηπίδες
κηπίον
κηποκόμας
κηποκόμος
View word page
κήξ
the tern

ShortDef

the tern

Debugging

Headword:
κήξ
Headword (normalized):
κήξ
Headword (normalized/stripped):
κηξ
IDX:
48244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48245
Key:

Data

{'content': 'the tern'}