Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηλόω2
κήλων
κηλώνειον
κηλωνεύω
κηλωστά
κημός
κημόω
κήμωσις
Κήναιον
κῆνος
κηνσίτωρ
κῆνσος
κήξ
κηπαῖος
κηπεία
κήπευμα
κηπεύς
κηπευτός
κηπεύω
κηπίδες
κηπίον
View word page
κηνσίτωρ
censitor
ShortDef
censitor
Debugging
Headword:
κηνσίτωρ
Headword (normalized):
κηνσίτωρ
Headword (normalized/stripped):
κηνσιτωρ
IDX:
48242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48243
Key:
Data
{'content': 'censitor'}