Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηλόω
κηλόω2
κήλων
κηλώνειον
κηλωνεύω
κηλωστά
κημός
κημόω
κήμωσις
Κήναιον
κῆνος
κηνσίτωρ
κῆνσος
κήξ
κηπαῖος
κηπεία
κήπευμα
κηπεύς
κηπευτός
κηπεύω
κηπίδες
View word page
κῆνος
thence
ShortDef
thence
Debugging
Headword:
κῆνος
Headword (normalized):
κῆνος
Headword (normalized/stripped):
κηνος
IDX:
48241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48242
Key:
Data
{'content': 'thence'}