Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηλοτομικός
κηλοτόμος
κηλόω
κηλόω2
κήλων
κηλώνειον
κηλωνεύω
κηλωστά
κημός
κημόω
κήμωσις
Κήναιον
κῆνος
κηνσίτωρ
κῆνσος
κήξ
κηπαῖος
κηπεία
κήπευμα
κηπεύς
κηπευτός
View word page
κήμωσις
muzzling
ShortDef
muzzling
Debugging
Headword:
κήμωσις
Headword (normalized):
κήμωσις
Headword (normalized/stripped):
κημωσις
IDX:
48239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48240
Key:
Data
{'content': 'muzzling'}