Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄμπυξ
ἀμπώλημα
ἀμπωτίζω
ἄμπωτις
ἀμύαλος
ἀμυγδαλέα
ἀμυγδάλη
ἀμυγδάλινος
ἀμυγδάλιος
ἀμυγδαλοειδής
ἀμυγδαλόεις
ἀμυγδαλοκατάκτης
ἀμύγδαλον
ἀμύγδαλος
ἀμυγδαλώδης
ἄμυγμα
ἀμυδίς
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμυδρότης
ἀμυδρόω
View word page
ἀμυγδαλόεις
like an almond
ShortDef
like an almond
Debugging
Headword:
ἀμυγδαλόεις
Headword (normalized):
ἀμυγδαλόεις
Headword (normalized/stripped):
αμυγδαλοεις
IDX:
4823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4824
Key:
Data
{'content': 'like an almond'}