Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλοτόμος
κηλόω
κηλόω2
κήλων
κηλώνειον
κηλωνεύω
κηλωστά
κημός
κημόω
κήμωσις
Κήναιον
κῆνος
κηνσίτωρ
κῆνσος
κήξ
κηπαῖος
κηπεία
κήπευμα
κηπεύς
View word page
κημόω
to muzzle

ShortDef

to muzzle

Debugging

Headword:
κημόω
Headword (normalized):
κημόω
Headword (normalized/stripped):
κημοω
IDX:
48238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48239
Key:

Data

{'content': 'to muzzle'}