Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηλόν
κῆλον
κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλοτόμος
κηλόω
κηλόω2
κήλων
κηλώνειον
κηλωνεύω
κηλωστά
κημός
κημόω
κήμωσις
Κήναιον
κῆνος
κηνσίτωρ
κῆνσος
κήξ
κηπαῖος
κηπεία
View word page
κηλωστά
stews, brothels

ShortDef

stews, brothels

Debugging

Headword:
κηλωστά
Headword (normalized):
κηλωστά
Headword (normalized/stripped):
κηλωστα
IDX:
48236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48237
Key:

Data

{'content': 'stews, brothels'}