Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηλίς
κηλόν
κῆλον
κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλοτόμος
κηλόω
κηλόω2
κήλων
κηλώνειον
κηλωνεύω
κηλωστά
κημός
κημόω
κήμωσις
Κήναιον
κῆνος
κηνσίτωρ
κῆνσος
κήξ
κηπαῖος
View word page
κηλωνεύω
suspend on a fulcrum

ShortDef

suspend on a fulcrum

Debugging

Headword:
κηλωνεύω
Headword (normalized):
κηλωνεύω
Headword (normalized/stripped):
κηλωνευω
IDX:
48235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48236
Key:

Data

{'content': 'suspend on a fulcrum'}