Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κηλόν
κῆλον
κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλοτόμος
κηλόω
κηλόω2
κήλων
κηλώνειον
κηλωνεύω
κηλωστά
κημός
κημόω
κήμωσις
Κήναιον
κῆνος
κηνσίτωρ
κῆνσος
View word page
κήλων
a swipe
ShortDef
a swipe
Debugging
Headword:
κήλων
Headword (normalized):
κήλων
Headword (normalized/stripped):
κηλων
IDX:
48233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48234
Key:
Data
{'content': 'a swipe'}