Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κηλόν
κῆλον
κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλοτόμος
κηλόω
κηλόω2
κήλων
κηλώνειον
κηλωνεύω
κηλωστά
κημός
κημόω
κήμωσις
Κήναιον
κῆνος
κηνσίτωρ
View word page
κηλόω2
[lexical cite > κηλέω]

ShortDef

have an abnormal delivery
[lexical cite > κηλέω]

Debugging

Headword:
κηλόω2
Headword (normalized):
κηλόω
Headword (normalized/stripped):
κηλοω2
IDX:
48232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48233
Key:

Data

{'content': '[lexical cite > κηλέω]'}