Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηλητικός
κηλήτωρ
κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κηλόν
κῆλον
κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλοτόμος
κηλόω
κηλόω2
κήλων
κηλώνειον
κηλωνεύω
κηλωστά
κημός
κημόω
κήμωσις
Κήναιον
View word page
κηλοτόμος
herniotomist

ShortDef

herniotomist

Debugging

Headword:
κηλοτόμος
Headword (normalized):
κηλοτόμος
Headword (normalized/stripped):
κηλοτομος
IDX:
48230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48231
Key:

Data

{'content': 'herniotomist'}